- διαπιδύω
- (Α διαπιδύω) [πιδύω]ρέω αργά μέσα από τους πόρους τού σώματοςαρχ.διυλίζω, διηθώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαπιδύω — διαπίδυσα, εκρέω μέσα από τους πόρους ενός σώματος, διηθούμαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαπίδυση — Μέθοδος με την οποία πραγματοποιείται ο διαχωρισμός των μορίων που είναι σε κολλοειδή κατάσταση, από άλλα που έχουν μικρότερες μοριακές διαστάσεις. Ο Τόμας Γκράχαμ, που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τις κολλοειδείς ουσίες, ήταν ο πρώτος που επινόησε… … Dictionary of Greek